- γερωΐα
- γερωΐα, η (Α)λακων. γερουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γερωhία, άλλος τ. τού γερωχία που απαντά στον Αριστοφάνη. Ο τ. γερωhία εμφανίζει προβλήματα αφ' ενός λόγω τής σπάνιας τροπής τού -h- σε -χ- (γερωχία), αφ' ετέρου λόγω τής συριστικοποίησης τού -τ- (γερωhία < γερωσία < γερωτία), που μπορεί να εξηγηθεί ως προ-λακωνικός σχηματισμός ή ως επίδραση από την Ιωνική - Αττική].
Dictionary of Greek. 2013.